- ἐπερεθισμός
- ἐπερεθ-ισμός, ὁ,A irritation, stimulation, Plu.2.908e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επερεθισμός — ἐπερεθισμός, ο (Α) ερεθισμός, διέγερση που προκαλείται από κάτι … Dictionary of Greek
ἐπερεθισμόν — ἐπερεθισμός irritation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)